παρακλήτωρ

παρακλήτωρ
-ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ
μσν.
παράκλητος·
αρχ.
1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του
2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί
3. παρήγορος
4. (για τον Δία) ο ικέσιος
5. στον πληθ. οι παρακλήτορες
α) (κατά τον Ησύχ.) «παραμυθηταί»
β) (κατά τον Θωμά Μάγ.) «οἱ διὰ λόγων διεγείροντες τὸν στρατὸν πρὸς τοὺς ἀγῶνας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαλῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακλήτωρ — one who encourages masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτορα — παρακλήτωρ one who encourages masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτορας — παρακλήτωρ one who encourages masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτορες — παρακλήτωρ one who encourages masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτορι — παρακλήτωρ one who encourages masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλήτρια — ἡ, Α βλ. παρακλήτωρ …   Dictionary of Greek

  • ՄԽԻԹԱՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 2 0284 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c ա.գ. παρακλήτωρ, παρακαλών consolator, consolans, hortator, admonitor, advocatus, intercessor. որ եւ ՄԽԻԹԱՐ. Որ մխիթարէ. սփոփիչ. յորդորիչ. քաջալերիչ. ըստ յն. ոճոյ՝ նաեւ Բարեխօս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”