- παρακλήτωρ
- -ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑμσν.παράκλητος·αρχ.1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί3. παρήγορος4. (για τον Δία) ο ικέσιος5. στον πληθ. οι παρακλήτορεςα) (κατά τον Ησύχ.) «παραμυθηταί»β) (κατά τον Θωμά Μάγ.) «οἱ διὰ λόγων διεγείροντες τὸν στρατὸν πρὸς τοὺς ἀγῶνας».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαλῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.